εδραίος

εδραίος
-α, -ο
1. που στηρίζεται στερεά, ακλόνητος, ασάλευτος (κυριολ. και μτφ.): Εδραία πίστη.
2. (ανατ.), που βρίσκεται ή φυτρώνει κοντά στην έδρα (τον πρωκτό): Εδραίο πτερύγιο ψαριού.
3. που στηρίζεται στην έδρα: Εδραία θέση (γυμναστικό παράγγελμα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑδραῖος — sitting masc nom sg ἑδραῖος sitting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εδραίος — α, ο (AM ἑδραῑος, α, ον και ἑδραῑος, ον) ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο») αρχ. 1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί… …   Dictionary of Greek

  • ἑδραῖον — ἑδραῖος sitting masc acc sg ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc sg ἑδραῖος sitting masc/fem acc sg ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραῖα — ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc pl ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραῖοι — ἑδραῖος sitting masc nom/voc pl ἑδραῖος sitting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραῖαι — ἑδραῖος sitting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότερον — ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting adverbial comp ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting masc acc comp sg ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc comp sg ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting adverbial comp ἑδραῑότερον , ἑδραῖος sitting masc acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιοτάτων — ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting fem gen superl pl ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting masc/neut gen superl pl ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting fem gen superl pl ἑδραῑοτάτων , ἑδραῖος sitting masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιοτέρας — ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem acc comp pl ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem acc comp pl ἑδραῑοτέρᾱς , ἑδραῖος sitting fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑδραιότατα — ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting adverbial superl ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl pl ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting adverbial superl ἑδραῑότατα , ἑδραῖος sitting neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”